- ἔκπεψις
- ἔκπεψιςcookingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκπεψις — ἔκπεψις, η (Α) 1. τέλεια ωρίμανση 2. ψήσιμο … Dictionary of Greek
ἔκπεψιν — ἔκπεψις cooking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψεως — ἐκπέψεω̆ς , ἔκπεψις cooking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψῃ — ἐκπέψηι , ἔκπεψις cooking fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)